ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ / ..LANDSCAPE AND ARCHITECTURE (2012)

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ - ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ../....DEMOCRITUS UNIVERSITY OF THRACE - DEPARTMENT OF ARCHITECTURAL ENGINEERING
.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ / TEACHING STUFF

Διδακτική ομάδα : Δημήτρης Πολυχρονόπουλος, Αρχιτέκτων, Αναπληρωτής Καθηγητής ΔΠΘ,
Γρηγοριάδου Μαρία, Αρχιτέκτων,Λέκτορας ΠΔ407/80, Γούλιαρης Παναγιώτης,Αρχιτέκτων,Λέκτορας ΠΔ407/80

Teaching staff : Dimitris Polychronopoulos,Architect, Assoc. Prof. DUTH,
Grigoriadou Maria, Architect, Lecturer DUTH, Gouliaris Panagiotis, Architect, Lecturer DUTH
.


.

.

Εξάμηνο 4ο - 2ο έτος
...
.2nd year Design Studio

Εισαγωγή

Το μάθημα « Σχεδιασμός του τοπίου και Αρχιτεκτονική» του 4ου εξαμήνου, είναι ενταγμένο στη σειρά των μαθημάτων κορμού, υποχρεωτικό. Διάρκεια 6 ώρες/εβδομάδα. 
Στη διάρκεια του μαθήματος εξετάζονται θεωρητικά ζητήματα που αφορούν στη διασάφηση εννοιών, ενώ παράλληλα οι φοιτητές αντιμετωπίζουν ζητήματα αναγνώρισης και αντιληπτικής συγκρότησης του τοπίου και της ένταξης του αρχιτεκτονήματος σε αυτό, μέσα από ένα συνθετικό θέμα με προσδιορισμένη χωρική αναφορά.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ [1]
Η αντίληψη του τοπίου σύμφωνα με G. Simmel, προϋποθέτει την αναδόμηση της φύσης μέσω του ανθρώπινου βλέμματος, το οποίο την κατατέμνει και διαμορφώνει από τα ξεχωριστά τμήματα, αποσπασμένες ενότητες. Η διεργασία αυτή αποτελεί μια «ελεύθερη» απολαμβάνουσα θεώρηση(J. Ritter), που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από το εκάστοτε κυρίαρχο πολιτισμικό πλαίσιο, ενώ η μνήμη ή η και η ίδια η έννοια της ανάμνησης συχνά συσχετίζεται με την «κατασκευή» τοπίων (Cr. Boyer).
Οι τρεις αυτές συνθήκες υποδεικνύουν μια ευρύτερη προσέγγιση σε σχέση με την αναγνώριση και το σχεδιασμό του τοπίου ως μέρος της παιδείας των αρχιτεκτόνων. Ένα πλαίσιο όπου αμφίδρομα περάσματα, από την αναγνώριση των πολιτισμικών προτύπων και τις αισθητικές θεωρήσεις, στην λειτουργία και τις συνθετικές αρχές του σχεδιασμού είναι αναπόφευκτα, ενώ παράλληλοι λόγοι διεπιστημονικών προσεγγίσεων από την Ιστορία και φιλοσοφία μέχρι την μεθοδολογία σχεδιασμού και τους οικολογικούς προβληματισμούς αναδεικνύονται απαραίτητα στοιχεία για την οργάνωση μαθημάτων για το τοπίο.
Για την ανάπτυξη ορισμένων σκέψεων που αφορούν στο εγχείρημα της διδασκαλίας για τη μελέτη του
τοπίου μέσα στο ιδιαίτερο περιβάλλον μιας αρχιτεκτονικής σχολής μπορούμε να σταθούμε σε δύο ενδιαφέρουσες οπτικές βασιζόμενοι κυρίως σε κάποια συγκεκριμένα κείμενα.
Η πρώτη αναφέρεται στο αντικείμενο της αρχιτεκτονικής μελέτης και στην σχέση της με τον τόπο ή ακριβέστερα τη συγκρότηση του τόπου. Η δεύτερη, στην σημασία που μπορεί να έχει για τις σύγχρονες
απαιτήσεις του σχεδιασμού του τοπίου, το πέρασμα από τον χώρο των αντικειμένων, στο χώρο των σχέσεων, δηλ. ένα χώρο διάδρασης και ανάπτυξης μεταβλητών σχέσεων και μερικώς προβλεπόμενων συμβάντων.
Ο Giorgio Grassi [2] διακρίνει στην αρχιτεκτονική μελέτη, ένα πρακτικό αντικείμενο αλλά και μια αναμονή που συνοδεύει και είναι συνδεδεμένη με αυτό το αντικείμενο. Το αντικείμενο της μελέτης (αναφέρει ο Grassi) είναι «…το πρακτικό αντικείμενο από το οποίο αναμένουμε και μια αποσαφήνιση, μια εμβάθυνση σχετικά με το ίδιο το αντικείμενο, την ειδική του φύση, την αιτία ύπαρξής του, το γιατί του, με ποιο τρόπο και υπό ποιες συνθήκες». Σε αυτή την προσέγγιση οι συνθήκες της μελέτης, αποτελούν αποφασιστικό
μέρος αυτού του αντικειμένου και ιδιαίτερα ως προς τη σχέση του με αυτό που προηγείται. Με αυτή την έννοια ο Grassi, θεωρεί προφανές πως σημαντική συμβολή στον προσδιορισμό του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής σύνθεσης έχει ο τόπος, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει ότι το αντικείμενο της μελέτης είναι για αυτόν κατ αρχάς ο φυσικός τόπος του αντικειμένου σε βαθμό που να μιλάμε για έναν φυσικό τόπο συν τον τόπο της μελέτης. Η θεώρηση αυτή επισημαίνει πρακτικά ότι μια μελέτη (πχ ένα κτίριο, μια γέφυρα, ένα παρατηρητήριο κλπ) δεν είναι παρά ένας μετασχηματισμός αυτού που υπάρχει από πριν (τόπος). Για τον Grassi από τα δύο στοιχεία (αρχιτεκτόνημα – τόπος ) αυτό που έχει ήδη μορφή (που έχει δώσει ήδη την απάντησή του)είναι ο τόπος. Συνεπώς θεωρητικά αλλά και τεχνικά η αρχιτεκτονική, είναι αυτή που προσαρμόζεται στον τόπο. Αλλά επειδή και ο τόπος προσλαμβάνει, δέχεται μια νέα μορφή, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση που πραγματοποιούμε μια αρχιτεκτονική, σχεδιάζουμε και τον τόπο της.
Ο Grassi επισημαίνει την ανάγκη μιας βαθύτερης κατανόησης -αναγνώρισης του τόπου. Προτείνεται η εξάσκηση, η εκπαίδευση ενός βλέμματος που κινείται πέρα από την γοητεία και το «πνεύμα του τόπου» (αυτό που ο Norberg Schultz στις ιδιαίτερες προσεγγίσεις του για το θέμα, αποκάλεσε «Genius Locci»).
Επισυνάπτεται μια επιπλέον αναγνώριση που αφορά στην τεχνική, πρακτική ισχύ που ο τόπος επιφυλάσσει, δηλαδή μια δυνητικότητα στο τεχνικό και κατασκευαστικό επίπεδο. Δύο στοιχεία πολύ σημαντικά αλλά δυστυχώς συχνά σήμερα παραγνωρισμένα.
Έτσι ο Grassi φέρνει στην επιφάνεια το γεγονός ότι ο τόπος περισσότερο από το να υποδεικνύει ή να εμπνέει την αρχιτεκτονική πράξη, διδάσκει, απαιτεί και ορισμένες φορές επιβάλει μια θέση.
Αυτή η δυνητικότητα του τόπου είναι ιδιαίτερα εμφανής εκεί όπου ο τόπος έχει εκφραστεί ολοκληρωμένα στο παρελθόν έτσι ώστε να δημιουργεί πλέον μια υποχρέωση συνθήκης, προσαρμογής σε
αυτόν. Όπως συμβαίνει συχνά σε τόπους όπου προβάλουν ένα έντονο χαρακτήρα μια αδιαμφισβήτητη ταυτότητα ή σε οικιστικά σύνολα που ως αναπόσπαστα κομμάτια του ευρύτερου τοπίου είναι τα ίδια με το
πέρασμα του χρόνου το τοπίο και κάθε παρέμβαση σε αυτά διέπεται αναπόδραστα από μια σειρά προσυμφωνημένων υποχωρήσεων ανάμεσα στο αντικείμενο της μελέτης και το σύνολο.
Συχνή όμως περίπτωση είναι ο τόπος να μην έχει μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα, ώστε στην πράξη γίνεται αντιληπτός ως ασήμαντος τόπος (μη σημαινόμενος). Τότε η αρχιτεκτονική μπορεί να αποτελέσει αντίθετα με την προηγούμενη περίπτωση μια εν δυνάμει ολοκλήρωση του νοήματος και της ταυτότητας του τόπου.
Θα μπορούσε εδώ να παραβληθεί η σκέψη του Heidegger στο κείμενο της διάλεξης «οικοδομώ Οικώ Σκέφτομαι» [3] ( διάλεξη στο πλαίσιο της συζήτησης στο Ντάρμστατ περί « ανθρώπου και χώρου» στις 5
Αυγούστου 1951) όπου γίνεται αποδεκτό ότι ένας τόπος μπορεί να γεννηθεί από την ίδια την παρέμβαση σε αυτόν. Είναι ενδιαφέρον το παράδειγμα που δίνει της κατασκευής μιας γέφυρας. Η γέφυρα ενώνει δύο όχθες, δημιουργεί την έννοια της γειτνίασης, ένα πέρασμα μια πορεία. Για τον Heidegger ο συγκεκριμένος χώρος που υποδέχεται την κατασκευή μέχρι την στιγμή εκείνη ήταν απλά ένα σημείο, αδιαφοροποίητο από τα υπόλοιπα ενώ έπειτα μετασχηματίζεται σε ένα ιδιαίτερο τόπο. θα μπορούσε εδώ να παρεμβληθεί η ήδη αναφερθείσα θέση του Grassi, ότι η αρχιτεκτονική  δεν είναι παρά ένας μετασχηματισμός αυτού που υπάρχει από πριν (τόπος), ως συμπληρωματική της σαφούς διαφοροποίησης του Heidegger ότι είναι τα πράγματα που καθορίζουν τις τοποθεσίες και στην συνέχεια
δημιουργούν τόπους [4]
Σε κάθε περίπτωση το κυρίαρχο στοιχείο για τον τόπο δεν είναι οι φυσικές συνθήκες και η περιγραφή τους αλλά τα ίδια τα πράγματα και οι σχέσεις τους που τον καθορίζουν. Για αυτό και οι τόποι αποκτούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους από το γεγονός ότι κατοικούνται ή έχουν κατοικηθεί.
Στο κείμενό του «Διαμονές – Το ταξίδι στην Ελλάδα», ο Heidegger είναι αποκαλυπτικότερος σε σχέση με τις παραπάνω θέσεις. Ιδιαίτερα διαφωτιστικό είναι το σχόλιο του Γιώργου Φαράκλα πάνω στο κείμενο «… Ο Heidegger υπενθυμίζει ότι το νοήμον ον είναι πρώτα κάτοικος. Ταυτίζεται με ένα τόπο. Ως σκεπτόμενος δεν ανήκω
κάπου και οικειοποιούμαι όσα είναι κάπου. Αλλά ως κάτοικος ανήκω, νοιώθω οικεία, ανοίκεια, είμαι οικειοποιημένος, εγώ από κάτι άλλο, και τούτο προτού αρχίσω να σκέφτομαι. Μπορεί η σκέψη να
προσεγγίσει αυτή την ένυλη προϋπόθεση της που της είναι συγχρόνως αντίθετη ; Ίσως ναι, όταν εξετάζει τον αισθητικό μη χωρισμό που ονομάζεται «ποιητικότητα». Αυτή η ονομασία είναι σημαντική, διότι ο κάτοικος πλάθει τον τόπο σε έργα και λόγους, «κατοικεί ποιητικά»......»
Ως μια τρίτη περίπτωση που αφορά κυρίως την μέθοδο αναγνώρισης είναι η περίπτωση εκείνη, τόπων που χαρακτηρίζονται ή επιβαρύνονται από μια επάλληλη τοποθέτηση διατάξεων και μορφών που υποδεικνύουν διακριτικά μια πολλαπλή ιστορική διαστρωμάτωση, επανεγγραφή, αλλά και μια σειρά ανοικτών ζητημάτων στην πορεία του χρόνου, που εξακολουθούν να παραμένουν ανοικτά. Και που αυτά
ακριβώς τα ανοικτά προβλήματα είναι η πολυτιμότερη παρακαταθήκη του τόπου σε σχέση με την επικείμενη παρέμβαση. (Θα μπορούσε εδώ να θυμηθούμε ιδιαίτερες περιοχές του κέντρου της Αθήνας
όπως Κεραμεικός, Μεταξουργείο, με μια αδιάσπαστη επαλληλία επιθεμάτων 2500 ετών, ή και περιπτώσεις κατοίκησης(καστρόπληκτοι) σε τμήματα του τείχους της Θεσσαλονίκης κλπ στην δεύτερη
αυτή πολύ ιδιαίτερη περίπτωση του τείχους, η ιδιόρρυθμη σύγχρονη ενοίκηση έχει επανανοηματοδοτήσει στην κυριολεξία το ιστορικό τοπίο ).
Μια επιπλέον οπτική εστιάζεται στη σημασία που μπορεί να έχει σήμερα, για την αρχιτεκτονική και το τοπίο, το πέρασμα από τον χώρο των αντικειμένων, στον «χώρο των σχέσεων» δηλ. ένα χώρο διάδρασης και ανάπτυξης μεταβλητών σχέσεων που οδηγούν σε μερικώς προβλεπόμενα συμβάντα.
Ο «χώρος των σχέσεων» μπορεί να γίνει αντιληπτός ως νοηματικό συμπλήρωμα του γεωμετρικά προσδιορισμένου χώρου. Αν και δεν θεωρείται πάντα ως προϋπόθεση μια « εδαφική σχέση » του
αντικειμένου με τον τόπο, στην πράξη συμπεριλαμβάνει την προηγούμενη θεώρηση ανοίγοντας ακόμη ένα ζήτημα σχετικά με τις συνθήκες της αρχιτεκτονικής στον τόπο. Η έμφαση εδώ δίνεται στο άθροισμα των ανοικτών διαδικασιών παρά στα προϊόντα τους. Και υπό αυτή την έννοια μεγαλύτερη σημασία στη ανάπτυξη ενδεχόμενων, προβλέψιμων ή μη προβλέψιμων σχέσεων από ότι σε αντικείμενα με ορισμένη, λιγότερη ή περισσότερη, αυτοτέλεια στο χώρο. Η διαδικασία συνδεδεμένη άμεσα με την έννοια του χρόνου γίνεται εξ ίσου σημαντική με το αποτέλεσμα.
Υπό αυτή την έννοια η διαδικασία δεν ξεχωρίζεται από το αντικείμενο δεν το εγκαταλείπει, αυτή η «αναμονή» που συνοδεύει και είναι συνδεδεμένη με το αντικείμενο όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του κειμένου , στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι παρούσα, ως η ίδια η ανοικτή διαδικασία και συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται πλέον το ερώτημα της ολοκλήρωσης, δηλ. ενός τέλους που θα δικαιώσει μια πορεία.
Οι τόποι που δημιουργούνται μέσα σε αυτές τις συνθήκες χαρακτηρίζονται από μια μεταβλητότητα των δεδομένων που τους κάνουν ευάλωτους. Αντίστοιχα ως αντιστάθμισμα προτείνεται ένα ευρύτερο περιθώριο στην εκτύλιξη νέων
συμβάντων.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ο σχεδιασμός του τοπίου και η ένταξη του αρχιτεκτονήματος σε αυτό, συγκροτούν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή όπου φοιτητές και διδάσκοντες οδηγούνται αναπόφευκτα στο «ρίσκο» μιας κοινής πορείας προβληματισμών πάνω στο ερώτημα του τόπου και της αρχιτεκτονικής.

Σημειώσεις
[1] Η εισαγωγή αποτελεί τμήμα της εισήγησης : «Ζητήματα αναγνώρισης και σχεδιασμού του Τοπίου στην παιδεία των Αρχιτεκτόνων » στο συνέδριο "Αρχιτεκτονική Τοπίου. Εκπαίδευση, Έρευνα και Εφαρμοσμένο Έργο", Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, Δημήτρης Πολυχρονόπουλος, Θεσσαλονίκη,2005
[2]Giorgio Grassi «Κείμενα για την αρχιτεκτονική» μτφρ. Κ. Πατέστος, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998
[3] Βλ. κατάλογος /χρονολόγιο από τον τόμο Martin Heidegger, στην σειρά Rowohts Monographien του Walter Biemel. Επίσης, “Building, Dwelling, Thinking» στο «Poetry, Language, Thought», μτφ. Albert Hofstadter / New York : Harper & Row Publishers , 1971 )
[4] Πρβλ. «Στα όρια της Αισθητικής» Κ. Πρώιμος, εκδ. Κριτική, σελ. 95-96, 2003. Βλ. επίσης Martin Heidegger,«Διαμονές, Ταξίδι στην Ελλάδα» Πρόλογος μετάφραση, Γιώργος Φαράκλας, εκδ. Κριτική 1998